τύλος 1
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τυλαίνιον — τὸ, Α υποκορ. τού τύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τής λ. τύλη σχηματισμένο πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. *τύλαινα με επίθημα αινα, κατά το φλύκταινα] … Dictionary of Greek
τυλαίνια — τυλαίνιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)